- άζευκτος
- -η, -ο (AM ἄζευκτος, -ον)1. αυτός που δεν μπήκε σε ζυγό, άζευτος2. που δεν συζεύχθηκε, άγαμοςνεοελλ.(για ποταμούς, πορθμούς κ.λπ.) αυτός που δεν ζεύχθηκε, δεν ενώθηκε με γέφυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζευκτός < ζεύγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.